Καθώς συνδυάζω νομικές και μεταφραστικές σπουδές στο ακαδημαϊκό μου υπόβαθρο, κλήθηκα κατά τη διάρκεια μιας επαγγελματικής συνέντευξης πριν από λίγο καιρό να απαντήσω στην ερώτηση πού τέμνονται η νομική και η μετάφραση/διερμηνεία. Ίσως να μην μας έχει περάσει από το μυαλό, αν το σκεφτούμε, όμως, θα διαπιστώσουμε ότι νομική και μετάφραση μπορεί να έχουν πολλά κοινά σημεία και ότι οι νομικές γνώσεις αποτελούν ένα ισχυρό θεμέλιο και πλεονέκτημα που συμπληρώνει και εξειδικεύει τη μεταφραστική πρακτική. Ενδεικτικά, μπορούμε να αναφέρουμε τη διερμηνεία σε ποινική δίκη ή σε συνέντευξη ασύλου, όπου νομικές γνώσεις περί του ποινικού κώδικα ή του δικαίου αλλοδαπών διασφαλίζουν όχι μόνο την υψηλή επίδοση του διερμηνέα, αλλά και τα ανθρώπινα δικαιώματα των εμπλεκομένων.
Στο σημερινό άρθρο, ωστόσο, θα ήθελα να εστιάσουμε στην έννοια της αστικής ευθύνης που πρόσφατα διδάχθηκα στο πλαίσιο του ειδικού ενοχικού δικαίου και να αναλογιστούμε τι σημαίνει η έννοια αυτή για έναν διερμηνέα.
Αστική Ευθύνη
Η αστική ευθύνη στηρίζεται στο δίκαιο για τις αδικοπραξίες, το οποίο ορίζει εν συντομία ότι όποιος ζημιώσει τον άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει (ΑΚ 914). Πότε, όμως, μια πράξη χαρακτηρίζεται ως παράνομη και υπαίτια; Ποιες πράξεις λαμβάνονται υπόψη για την απόδοση ευθυνών στο πλαίσιο της αδικοπραξίας;
Παράνομη πράξη είναι αυτή που αντίκειται στον νόμο. Ο νόμος στην προκειμένη περίπτωση δεν περιλαμβάνει μόνο τα νομοθετήματα της Βουλής, έχει ευρύτερη έννοια. Παράνομη λέγεται η συμπεριφορά που είναι αντίθεση σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα, αλλά και η συμπεριφορά που αντίκειται στο γενικότερο πνεύμα δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Για την απόδοση ευθυνών περί αδικοπραξίας στην επαγγελματική πρακτική, η έννοια αυτή επεκτείνεται μεταξύ άλλων στους επιστημονικούς νόμους, στους κανόνες ορθής εκτέλεσης ή σε κώδικες δεοντολογίας ενός επαγγέλματος. Αν, λοιπόν, κανείς δεν δράσει σύμφωνα με τους κανόνες του επαγγέλματός του, όταν εκπληρώνει μια εργασία, τότε λογίζεται ότι δρα παράνομα.
Η δε υπαιτιότητα προϋποθέτει να υπάρχει πταίσμα. Ο όρος αυτός πληρούται αν υπάρχει οποιαδήποτε μορφή δόλου ή αμέλειας, ακόμα και ελαφριάς, η οποία κρίνεται με βάση τον μέσο συνετό άνθρωπο ή επαγγελματία.
Ας δούμε, όμως, τι σημαίνουν όλα αυτά για την επαγγελματική μας πρακτική. Κατά την εκτέλεση των επαγγελματικών μας καθηκόντων, επομένως, έχουμε καθήκον πρόνοιας να γνωρίζουμε και να δρούμε σύμφωνα με τα όσα ορίζουν τα επαγγελματικά πρότυπα του κλάδου μας. Με άλλα λόγια, έχουμε καθήκον να είμαστε ενημερωμένοι για το πώς πρέπει να γίνεται αυτή η δουλειά και να εφαρμόζουμε τους ανάλογους κανόνες στην επαγγελματική μας πρακτική.
Τι συμβαίνει, όμως, στην περίπτωση που ένα επάγγελμα δεν είναι νομικά ρυθμισμένο και μπορούν να το ασκήσουν και άτομα που δεν έχουν την αντίστοιχη κατάρτιση και εμπειρία; Όπως στην περίπτωση των κοινοτικών διερμηνέων, για παράδειγμα, όπου, λόγω κενού στην αγορά και στη νομοθεσία, διορίζονται κατά κόρον απλοί γλωσσομαθείς χωρίς κατάρτιση διερμηνέα. Απαλλάσσονται αυτά τα άτομα από την αδικοπρακτική ευθύνη, επειδή δεν έλαβαν κατάρτιση και δεν ήταν, επομένως, σε θέση να γνωρίζουν τους σχετικούς επαγγελματικούς κανόνες;
Από νομικής άποψης αυτό είναι ξεκάθαρο. Το αστικό δίκαιο δεν εξετάζει την προσωπική κατάσταση του καθένα. Λαμβάνει μόνο υπόψη το αντικειμενικό απόλυτο μέτρο πρόνοιας που θα έπρεπε να επιδεικνύει ένας διερμηνέας κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Σε περιπτώσεις, λοιπόν, που ο ωφελούμενος υφίσταται ζημία, π.χ. απορρίπτεται η αίτηση ασύλου ή του δίδεται λανθασμένη φαρμακευτική αγωγή, και η ζημία συνδέεται αιτιωδώς με σφάλμα του διερμηνέα, ο τελευταίος φέρει κατά το αστικό δίκαιο ευθύνη, ανεξάρτητα από την προσωπική του κατάσταση, ανεξάρτητα δηλαδή από το αν ήταν επόμενο να αγνοούσε έναν κανόνα λόγω έλλειψης κατάρτισης ή αμέλειας, έστω και δικαιολογημένης, να προετοιμαστεί κατάλληλα για την εργασία. Η έλλειψη κατάρτισης δεν αποτελεί δικαιολογία για απαλλαγή από την ευθύνη.
Φέρει μόνο ο διερμηνέας την ευθύνη;
Επένδυση στην κατάρτιση
Για να διασφαλίσουμε, λοιπόν, την ορθή παροχή κοινοτικής διερμηνείας και να θωρακιστούμε από ζημίες και σφάλματα πρέπει όλοι μαζί συντονισμένα να επενδύσουμε στην κατάρτιση.
Η επαγγελματική κατάρτιση των διερμηνέων θα πρέπει κατ΄ αρχάς να αποτελεί βασικό κριτήριο πρόσληψης προσωπικού. Κάτι τέτοιο συνεπάγεται σαφώς την εξασφάλιση αντίστοιχων όρων εργασίας τόσο αναφορικά προς τις αμοιβές όσο και τις συνθήκες καθημερινής πρακτικής.
Η επένδυση στην εκπαίδευση θα πρέπει να είναι εξίσου σημαντικό μέλημά μας, ώστε να καλύψουμε αποτελεσματικά το κενό που υπάρχει στις ανάγκες της αγοράς για τις λεγόμενες «σπάνιες» γλώσσες εργασίας που μιλούν πρόσφυγες και μετανάστες. ΜΚΟ, διεθνείς οργανισμοί αλλά και κρατικοί φορείς θα πρέπει με συντονισμένες προσπάθειες να επικεντρωθούν, να προβάλουν και να συμβάλουν στη δημιουργία ολοκληρωμένων προγραμμάτων κατάρτισης κοινοτικών διερμηνέων που να οδηγούν σε πιστοποίηση και να παρέχουν όλα τα εφόδια που έχουμε ανάγκη για να ανταπεξέλθουμε στις δύσκολες και φορτισμένες συνθήκες του προσφυγικού.
Τέλος, δεν θα μπορούσε φυσικά να λείπει και η ατομική ευθύνη από όλα αυτά. Ο καθένας από εμάς οφείλει να μεριμνά για την επαγγελματική του εξέλιξη και σε προσωπικό επίπεδο. Ανάλογα με τις ελλείψεις και τα αδύναμα σημεία μας θα πρέπει να φροντίσουμε, ώστε π.χ. να μάθουμε ελληνικά ή αγγλικά αν οι γλωσσικές μας ικανότητες είναι ακόμη σε πρώιμο στάδιο, να ενημερωθούμε για τη νομοθεσία και τη διαδικασία περί ασύλου αν διερμηνεύουμε στο πλαίσιο συνεντεύξεων ασύλου, να παρακολουθήσουμε κάποιο ιατρικό σεμινάριο αν παρέχουμε τις υπηρεσίες μας σε νοσοκομεία κ.α.